ἀποπιέζω

ἀποπιέζω
ἀπο-πῐέζω,
A squeeze out,

τὸ αἷμα ἐκ . . Arist.Pr.889b28

.
II squeeze tight, Hp.Aph.5.46, al.; press outwards or away from a spot, Id.Fract. 30:—[voice] Pass.,

ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας Thphr.Fr. 11

:—also [suff] ἀπο-πῐάζω, LXXJd.6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποπιέζω — (AM ἀποπιέζω) νεοελλ. 1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω 2. (ως παθ.) πλακώνομαι αρχ. πιέζω δυνατά …   Dictionary of Greek

  • ἀποπιέζω — ἀπό πιέζω Ep.. pres subj act 1st sg ἀπό πιέζω Ep.. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”